- λεμφαγγειοπάθεια
- ηιατρ. κάθε πάθηση τών λεμφαγγείων, συγγενής ή επίκτητη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphangiopathy < lymphangion + -pathy (< λατ. -pathia < -πάθεια < -παθής < πάσχω].
Dictionary of Greek. 2013.